Anonymous

περιφλύω: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=brûler en partie.<br />'''Étymologie:''' c. [[περιφλεύω]].
|btext=brûler en partie.<br />'''Étymologie:''' c. [[περιφλεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για κεραυνό) [[απανθρακώνω]]<br /><b>2.</b> (για την ράβδο του Ααρών) [[κάνω]] να βλαστήσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. του [[περιφλεύω]]].
}}
}}