Anonymous

περίωπος: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_18)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίωπος''': -ον, ὁρατὸς [[πανταχόθεν]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἀμφίσωπον· ― ἐν τοῖς Ὀρφ. Ἀργ. 14 ἀντὶ περιωπέα, κυδρὸν Ἔρωτα, ὁ Ruhnk. προύτεινε πυρσωπέα, ἀλλ’ [[ἴσως]] ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] ἀπερωπέα (ποιητ. ἀντὶ ἀπεριωπέα), ἴδε [[ἀπέρωτος]].
|lstext='''περίωπος''': -ον, ὁρατὸς [[πανταχόθεν]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἀμφίσωπον· ― ἐν τοῖς Ὀρφ. Ἀργ. 14 ἀντὶ περιωπέα, κυδρὸν Ἔρωτα, ὁ Ruhnk. προύτεινε πυρσωπέα, ἀλλ’ [[ἴσως]] ἡ ὀρθὴ γραφὴ [[εἶναι]] ἀπερωπέα (ποιητ. ἀντὶ ἀπεριωπέα), ἴδε [[ἀπέρωτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[φανερός]] από [[παντού]], [[περίοπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]], όψη»), <b>πρβλ.</b> <i>μέτ</i>-<i>ωπον</i>, <i>πρόσ</i>-<i>ωπον</i>].
}}
}}