3,277,700
edits
(6_2) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πετηλίας''': [[καρκίνος]], ὁ, [[εἶδος]] καρκίνου, πιθαν. ἐκ τοῦ [[πετάννυμι]], ἐκ τοῦ ὅτι ἔχει ἀνοικτὰς τὰς χηλὰς αὑτοῦ, Αἰλ. π. Ζ. 7. 30. | |lstext='''πετηλίας''': [[καρκίνος]], ὁ, [[εἶδος]] καρκίνου, πιθαν. ἐκ τοῦ [[πετάννυμι]], ἐκ τοῦ ὅτι ἔχει ἀνοικτὰς τὰς χηλὰς αὑτοῦ, Αἰλ. π. Ζ. 7. 30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] καβουριού με ανοιχτές χηλές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]], συνδέεται με το ρ. [[πέτομαι]] «[[πετώ]]», [[οπότε]] θα είχε τη σημ. «[[είδος]] καβουριού που [[πετά]]». Κατ' [[άλλη]] όμως [[άποψη]], η λ. [[πετηλίας]] σημαίνει «[[μεγάλος]]» και συνδέεται με τον τ. [[πατελίς]] «[[είδος]] μαλακού οστράκου», ο [[οποίος]] [[κατά]] την [[άποψη]] αυτή θα [[πρέπει]] να προέρχεται από [[παραφθορά]] ενός τ. [[πεταλίς]], αμάρτυρου στην Αρχαία. Στην [[περίπτωση]] αυτή, η λ. [[πετηλίας]] θα [[πρέπει]] να συνδέεται με τα [[πέταλον]], [[πετάννυμι]] «[[εκτείνω]], [[απλώνω]]»]. | |||
}} | }} |