3,274,919
edits
(6_3) |
(32) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πετᾰσίτης''': [ῑ] -ου, ([[πέτασος]]) φυτὸν ἔχον πλατὺ [[φύλλον]] ὅμοιον πετάσῳ, κοινῶς «κωλοπάννα» (ἐν Λακωνικῇ), Tussilago petasites, «[[πετασίτης]] [[μίσχος]] [[[μόσχος]]] ἐστί, μείζων πήχεως, δακτύλου [[πάχος]]· ἐφ’ οὗ [[φύλλον]] πετασῶδες μέγα, προσκείμενον [[ὥσπερ]] [[μύκης]]» Διοσκ. 4. 108. | |lstext='''πετᾰσίτης''': [ῑ] -ου, ([[πέτασος]]) φυτὸν ἔχον πλατὺ [[φύλλον]] ὅμοιον πετάσῳ, κοινῶς «κωλοπάννα» (ἐν Λακωνικῇ), Tussilago petasites, «[[πετασίτης]] [[μίσχος]] [[[μόσχος]]] ἐστί, μείζων πήχεως, δακτύλου [[πάχος]]· ἐφ’ οὗ [[φύλλον]] πετασῶδες μέγα, προσκείμενον [[ὥσπερ]] [[μύκης]]» Διοσκ. 4. 108. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ <b>βοτ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]] με μεγάλα φύλλα καρδιόμορφα, ή πετασώδη, και με 15 [[περίπου]] είδη ανθεκτικών πολυετών ποωδών [[φυτών]] τών εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντά αυτοφυές το [[είδος]] Petasites hybridus, γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] κωλοπάνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτασος]] «πλατύ [[καπέλο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>δενδρ</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |