3,277,197
edits
(6_14) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιψυγμός''': ὁ, = [[περίψυξις]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D. | |lstext='''περιψυγμός''': ὁ, = [[περίψυξις]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[περιψύχω]]<br /><b>1.</b> η περίψυξη, η [[αίσθηση]] της δροσιάς ή του ψύχους σε ολόκληρη την [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> το υπερβολικό [[ψύχος]] που προκαλεί βλάβες. | |||
}} | }} |