Anonymous

περιψυγμός: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_14)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιψυγμός''': ὁ, = [[περίψυξις]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D.
|lstext='''περιψυγμός''': ὁ, = [[περίψυξις]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[περιψύχω]]<br /><b>1.</b> η περίψυξη, η [[αίσθηση]] της δροσιάς ή του ψύχους σε ολόκληρη την [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> το υπερβολικό [[ψύχος]] που προκαλεί βλάβες.
}}
}}