3,277,121
edits
(6_19) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηδητής''': -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, [[χορευτής]], Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93. | |lstext='''πηδητής''': -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, [[χορευτής]], Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[πηδώ]]<br />αυτός που πηδά, που έχει την [[ικανότητα]] να πηδά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b><br />νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα [[πίσω]] πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις της κεντρικής και της νότιας Αφρικής<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορευτής]] («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.). | |||
}} | }} |