Anonymous

πηδητής: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_19)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηδητής''': -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, [[χορευτής]], Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93.
|lstext='''πηδητής''': -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, [[χορευτής]], Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[πηδώ]]<br />αυτός που πηδά, που έχει την [[ικανότητα]] να πηδά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b><br />νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα [[πίσω]] πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις της κεντρικής και της νότιας Αφρικής<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορευτής]] («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.).
}}
}}