Anonymous

πηγαῖος: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />de source, qui coule d’une source <i>ou</i> d’une fontaine.<br />'''Étymologie:''' [[πηγή]].
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />de source, qui coule d’une source <i>ou</i> d’une fontaine.<br />'''Étymologie:''' [[πηγή]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / πηγαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />(για [[νερό]]) αυτός που ρέει ή αντλείται από [[πηγή]] (α. «πηγαῑα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῑον [[ἄχθος]]» — [[αγγείο]] γεμάτο [[νερό]] από [[πηγή]], <b>Ευρ.</b><br />γ. «πηγαῑον [[ῥέος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από [[πηγή]], [[αυθόρμητος]], [[αβίαστος]], [[γνήσιος]] (α. «πηγαίο [[ταλέντο]]» β. «πηγαία [[καλοσύνη]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που ανήκει στην πρώτη [[πηγή]], που προέρχεται από τον θεό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πηγαῑον</i> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «αρδάνιον»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πηγαῑαι Κόραι» — οι Νύμφες (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηγή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιρ</i>-<i>αίος</i>)].
}}
}}