Anonymous

πηδητικός: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui bondit ; fougueux, lascif;<br /><i>Sp.</i> πηδητικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πηδάω]].
|btext=ή, όν :<br />qui bondit ; fougueux, lascif;<br /><i>Sp.</i> πηδητικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πηδάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πηδητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πηδώ]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να πηδά, να εκτελεί πηδήματα («ὅσα δὲ πηδητικά... ἐστι, τούτων τὰ μὲν ἔχει τὰ [[ὄπισθεν]] σκέλη μείζω», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα πηδητικά</i><br /><b>ζωολ.</b> α) [[κατηγορία]] ορθόπτερων εντόμων, σύμφωνα με παλαιότερη [[ταξινόμηση]]<br />β) [[κατηγορία]] θηλαστικών μαρσιποφόρων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πηδητικῶς</i> ΜΑ<br />πηδηχτά, με πηδήματα.
}}
}}