Anonymous

πηρομελής: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_7)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηρομελής''': -ές, ὁ ἔχων τὰ [[μέλη]] πεπληρωμένα, βεβλαμμένος, ἠκρωτηριασμένος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 40.
|lstext='''πηρομελής''': -ές, ὁ ἔχων τὰ [[μέλη]] πεπληρωμένα, βεβλαμμένος, ἠκρωτηριασμένος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 40.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει πηρομέλεια, [[δυσμορφία]] ενός μέλους του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηρός]] «[[ανάπηρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-[[μελής]], <i>περισσο</i>-[[μελής]]].
}}
}}