Anonymous

πήρωμα: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_22)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πήρωμα''': τό, πηρώματα = ἀτελῆ ζῷα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ τέλεια, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9., 3. 9, 9. ΙΙ. = [[πήρωσις]], ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 9, 5, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 16.
|lstext='''πήρωμα''': τό, πηρώματα = ἀτελῆ ζῷα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ τέλεια, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9., 3. 9, 9. ΙΙ. = [[πήρωσις]], ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 9, 5, π. Ζ. Γεν. 2. 7, 16.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[πηρώ]]<br /><b>1.</b> ακρωτηριασμένο ή ατελές ζώο<br /><b>2.</b> [[πήρωση]], [[ακρωτηριασμός]], [[αναπηρία]].
}}
}}