Anonymous

πίασμα: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br />engrais.<br />'''Étymologie:''' [[πιαίνω]].
|btext=<span class="bld">1</span>ατος (τό) :<br />engrais.<br />'''Étymologie:''' [[πιαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />τὸ, Α [[πιαίνω]]<br />(για ποταμό) αυτός που πιαίνει, που παχαίνει, που καθιστά εύφορο, γόνιμο το [[έδαφος]] («[[πεδίον]] Ἀσωπὸς ῥοαῑς ἄρδει, φίλον [[πίασμα]] Βοιωτῶν χθονί», <b>Αισχύλ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />τὸ, Α<br />(δωρ. και μτγν. τ.) [[αντί]] [[πίεσμα]].———————— <b>(III)</b><br />το, ΝΜ<br />(βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα μεγάλα σημάδια της βυζαντινής μουσικής, που σημειώνεται με κόκκινο [[μελάνι]] και δηλώνει μελωδικές γραμμές που ψάλλονται από μνήμης ανάλογα με τον ήχο και τον φθόγγο [[πάνω]] στον οποίο γράφεται.
}}
}}