Anonymous

πιεστός: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_11)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πιεστός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος πιεσθῆναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 15 κἑξ., Θεοφράστ. Ἀποσπ. 7. 8.
|lstext='''πιεστός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος πιεσθῆναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 15 κἑξ., Θεοφράστ. Ἀποσπ. 7. 8.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πιεστός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πιέζω]]<br />αυτός που μπορεί να πιεσθεί, που μπορεί [[κάποιος]] να τον πιέσει, που έχει τη [[δυνατότητα]] να συμπιέζεται, να ελαττώνεται [[κατά]] όγκο με την [[πίεση]] που ασκείται [[επάνω]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πεπιεσμένος, ζουλημένος, αυτός που προήλθε από [[πίεση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πιεστό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[φυσική]] [[ιδιότητα]] τών σωμάτων να ελαττώνονται [[κατά]] όγκο από την [[επίδραση]] εξωτερικής πίεσης, αλλ. συμπιεστό(ν).
}}
}}