Anonymous

πηρώδης: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_7)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηρώδης''': -ες, βεβλαμμένος κατά τι [[μέρος]] τοῦ σώματος, Ἡσύχ. ἐν λ. [[γυιός]].
|lstext='''πηρώδης''': -ες, βεβλαμμένος κατά τι [[μέρος]] τοῦ σώματος, Ἡσύχ. ἐν λ. [[γυιός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ες, Α [[πηρός]]<br />ακρωτηριασμένος, [[ανάπηρος]].
}}
}}