Anonymous

πηλόπλαστος: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηλόπλαστος''': -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ πεπλασμένος, π. [[σπέρμα]], ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 373.
|lstext='''πηλόπλαστος''': -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ πεπλασμένος, π. [[σπέρμα]], ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 373.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(σχετικά με τον άνθρωπο) πλασμένος από πηλό..<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κηρό</i>-<i>πλαστος</i>].
}}
}}