Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πιθηκισμός: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />singerie, cajolerie, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[πίθηκος]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />singerie, cajolerie, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[πίθηκος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[πιθηκίζω]]<br />η [[πράξη]] του [[πιθηκίζω]], η [[μίμηση]] τών τρόπων του πιθήκου, η [[ευτελής]] [[κολακεία]], ο [[μαϊμουδισμός]] («οἵοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[βάπτισμα]] έξω της Εκκλησίας) [[διακωμώδηση]], νόθα [[μίμηση]] του χριστιανικού βαπτίσματος.
}}
}}