3,277,172
edits
(eksahir) |
(32) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[mono]] | |esgtx=[[mono]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. [[πίθακος]] Α<br />γενική, [[σήμερα]], [[ονομασία]] τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], [[μαζί]] με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την [[τάξη]] τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην Αφρική και στη Νότια Αμερική, η [[μαϊμού]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρωνύμιο]] ή [[χαρακτηρισμός]] άσχημου ή αναιδούς ή αγύρτη ανθρώπου («ἥν περ ὁ [[πίθηκος]] τῇ γυναικὶ διέθετο, ὁ [[μαχαιροποιός]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[τυφλός]] και [[αδέξιος]] [[μιμητής]]<br />β) [[ασελγής]], [[αδιάντροπος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[ἀντί]] λέοντος πίθηκον [[γίγνεσθαι]]» — λεγόταν για θρασύδειλο [[άτομο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] με άηχο ουρανικό -<i>κ</i>-, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ζώων (<b>πρβλ.</b> [[ἱέραξ]], -<i>ακος</i>, [[μύρμηξ]], -<i>κος</i>, <i>ψιττα</i>-<i>κ</i>-<i>ός</i>). Η λ. [[είναι]] πιθ. δάνεια. Η παλαιότερη [[άποψη]], [[κατά]] την οποία η λ. [[πίθηκος]] συνδέεται με το λατ. <i>foedus</i> «[[άσχημος]], [[δυσειδής]]», δεν θεωρείται πιθανή. Η [[άποψη]] αυτή στηριζόταν στην κατ' ευφημισμόν [[χρήση]] της λ. [[καλλίας]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]]) για τον πίθηκο. Από τη λ. [[πίθηκος]] παράγονται τα ανθρωπωνύμια <i>Πιθᾱκᾱ</i>, <i>Πιθήκη</i>, <i>Πίθος</i>, <i>Πιτθῖνος</i>, <i>Φίθων</i>, <i>Πίθιον</i>, <i>Πιθυλλίς</i>, <i>Πιτθώ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πιθήκειος]], [[πιθηκιδεύς]], [[πιθηκίζω]], [[πιθήκιον]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πιθηκώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πιθηκίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πιθηκικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πιθηκοειδής]], [[πιθηκόμορφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πιθηκαλώπηξ]], [[πιθηκοφαγώ]], [[πιθηκοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πιθηκοκέντριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πιθηκάνθρωπος]], [[πιθηκολόβιο]]. (Β' συνθετικό) [[κερκοπίθηκος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δημοπίθηκος]], [[χοιροπίθηκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιγοπίθηκος]], <i>ανθρωποπίθηκος</i>, <i>αρκτοπίθηκος</i>, <i>γαλεοπίθηκος</i>, <i>γιγαντοπίθηκος</i>, [[δρυοπίθηκος]], [[ημιπίθηκος]], [[προπίθηκος]], [[ρυγχοπίθηκος]]]. | |||
}} | }} |