Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πιλητός: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />fait de laine foulée.<br />'''Étymologie:''' [[πιλέω]].
|btext=ή, όν :<br />fait de laine foulée.<br />'''Étymologie:''' [[πιλέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[[πιλώ]] (Ι)]<br /><b>1.</b> (για ενδύματα και υφάσματα) κατασκευασμένος από [[πίλημα]] ή με [[πίληση]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να υποστεί [[πίληση]], [[συμπιεστός]].
}}
}}