Anonymous

πιθήκιον: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_22)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πιθήκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πίθηκος]], pithecium παρὰ τῷ Πλαύτῳ. ΙΙ. [[εἶδος]] μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 9.
|lstext='''πιθήκιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πίθηκος]], pithecium παρὰ τῷ Πλαύτῳ. ΙΙ. [[εἶδος]] μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 9.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[πίθηκος]]<br />(υποκορ. του [[πίθηκος]]) [[μικρός]] [[πίθηκος]], πιθηκάκι, [[μαϊμουδίτσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] πλατύρρινων νυκτόβιων πιθήκων της Νότιας Αμερικής με μικρό, συμμαζεμένο [[σώμα]] και θυσανωτή [[ουρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάθρο]] που στηριζόταν σε δύο πλοία και [[πάνω]] στο οποίο τοποθετούσαν βαριές πολεμικές μηχανές για [[μεταφορά]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] αντίρρινον.
}}
}}