3,274,214
edits
(6_11) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πικραντικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς πικρίαν διατεθειμένος: ― Ἐπίρρ. πικραντικῶς διατίθεσθαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 367. | |lstext='''πικραντικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς πικρίαν διατεθειμένος: ― Ἐπίρρ. πικραντικῶς διατίθεσθαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 367. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πικραίνω]]<br />αυτός που έχει την [[προδιάθεση]] να πικραίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πικραντικῶς</i><br /><b>φρ.</b> «πικραντικῶς διατίθεσθαι» — με την [[προδιάθεση]] να πικραίνεται, να θλίβεται. | |||
}} | }} |