Anonymous

πικραντικός: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_11)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πικραντικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς πικρίαν διατεθειμένος: ― Ἐπίρρ. πικραντικῶς διατίθεσθαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 367.
|lstext='''πικραντικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς πικρίαν διατεθειμένος: ― Ἐπίρρ. πικραντικῶς διατίθεσθαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 367.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πικραίνω]]<br />αυτός που έχει την [[προδιάθεση]] να πικραίνεται. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πικραντικῶς</i><br /><b>φρ.</b> «πικραντικῶς διατίθεσθαι» — με την [[προδιάθεση]] να πικραίνεται, να θλίβεται.
}}
}}