Anonymous

πλάγος: Difference between revisions

From LSJ
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους (τό) :<br /><i>mot dor.</i><br />côté.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πλάγιος]].
|btext=ους (τό) :<br /><i>mot dor.</i><br />côté.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πλάγιος]].
}}
{{grml
|mltxt=-εος και -ους, τὸ, Α<br />(δωρ. λ.) το πλάγιο [[μέρος]], η [[πλευρά]], το πλάι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. [[πλάγιος]], πιθ. [[κατά]] το [[πλάτος]].
}}
}}