Anonymous

πιστωτικός: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_10)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πιστωτικός''': -ή, -όν, ([[πιστόω]]) [[βεβαιωτικός]], Ἑρμογέν. Ρητορ. 364, 22.
|lstext='''πιστωτικός''': -ή, -όν, ([[πιστόω]]) [[βεβαιωτικός]], Ἑρμογέν. Ρητορ. 364, 22.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πιστωτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πιστώ]]<br /><b>1.</b> <b>νεοελλ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πίστωση]] ή αυτός που έχει χαρακτήρα πίστωσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πιστωτικά ιδρύματα» — ιδιωτικά ή [[δημόσια]] ιδρύματα, τράπεζες ή συνεταιρισμοί που εξυπηρετούν την [[εξεύρεση]] και [[παροχή]] πιστώσεων<br />β) «πιστωτική [[ένωση]]» — [[πιστωτικός]] [[συνεταιρισμός]] σχηματιζόμενος από [[ομάδα]] ανθρώπων με κάποιο κοινό σκοπό, οι οποίοι κατ' ουσίαν αποταμιεύουν από κοινού και παρέχουν δάνεια ο [[ένας]] στον [[άλλο]] με χαμηλό [[κόστος]]<br />γ) «πιστωτική [[επιστολή]]» — η [[εντολή]] από μία [[τράπεζα]] σε [[άλλη]] [[τράπεζα]] με την οποία το [[πρόσωπο]] που αναφέρεται σε αυτήν έχει το [[δικαίωμα]] να εισπράξει χρηματικό [[ποσό]], το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί ορισμένο [[μέγεθος]]<br />δ) «πιστωτική [[κάρτα]]» — μικρή [[κάρτα]] η οποία περιέχει στοιχεία ταυτότητας και παρέχει το [[δικαίωμα]] στο [[πρόσωπο]] που αναφέρεται σε αυτήν να χρεώνει περιοδικά τον λογαριασμό του με την [[αξία]] αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζει<br />ε) «πιστωτικό [[γραφείο]]» — [[οργανισμός]] που παρέχει [[πληροφόρηση]] σε εμπόρους ή άλλες επιχειρήσεις σχετιζόμενη με την πιστοληπτική [[ικανότητα]] τών πελατών τους<br />στ) «πιστωτικοί τίτλοι»<br /><b>(νομ.)</b> αξιόγραφα στα οποία, [[εκτός]] από την [[ενσωμάτωση]] του δικαιώματος, ισχύουν ορισμένες ειδικότερες αρχές, όπως [[είναι]] η [[αρχή]] της γραμματοπαγείας και η [[αρχή]] της αυτονομίας, όπως λ.χ. [[είναι]] η [[συναλλαγματική]], το [[γραμμάτιο]] εις διαταγήν, η [[επιταγή]], η θαλάσσια φορτωτική, τα αποθετήρια, τα ενεχυρόγραφα.
}}
}}