Anonymous

πηνήκη: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_20)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηνήκη''': πηνηκίζω, ἴδε ἐν λ. [[πηνίκη]].
|lstext='''πηνήκη''': πηνηκίζω, ἴδε ἐν λ. [[πηνίκη]].
}}
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[πηνίκη]], ἡ, Α<br />[[φενάκη]], [[περούκα]], τεχνητή [[κόμη]] («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πήνη]], [[κατά]] το [[φενάκη]] «τεχνητή [[κόμη]]»].
}}
}}