3,240,841
edits
(6_14) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰτύπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων πλατεῖς πόδας, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 1. 81. | |lstext='''πλᾰτύπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων πλατεῖς πόδας, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 1. 81. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν / [[πλατύπους]], -ουν και, -οος, -οον, ΝΑ, και πλατύποδος, -η, -ο και πλατύποδας, -η, -ο, Ν<br />(ως επίθ. και ουσ.) αυτός που έχει πλατιά πόδια, [[πλατυπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που πάσχει από [[πλατυποδία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πλατύπους]]<br />[[ονομασία]] του μοναδικού είδους Ornithorhynchus anatinus, πρωτόγονου ωοτόκου θηλαστικού που ανήκει στην [[οικογένεια]] ornithorhynchidae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]] (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-[[πους]])]. | |||
}} | }} |