Anonymous

πλάτη: Difference between revisions

From LSJ
3,142 bytes added ,  29 September 2017
32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />extrémité plate de la rame ; vaisseau.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]].
|btext=ης (ἡ) :<br />extrémité plate de la rame ; vaisseau.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, δωρ. τ. [[πλάτα]] Α<br />(στον εν. και στον πληθ.) η [[ωμοπλάτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα [[νώτα]], η [[ράχη]]<br /><b>2.</b> η [[ωμοπλάτη]] τών ζώων, [[σπάλα]] («κοιτάζει [ή διαβάζει] την [[πλάτη]]» — προφητεύει το [[μέλλον]] εξετάζοντας τα σχήματα ή τις κηλίδες της [[ωμοπλάτης]] σφαγίου)<br /><b>3.</b> η [[πίσω]] [[επιφάνεια]] αντικειμένου («η [[πλάτη]] του καναπέ»)<br /><b>4.</b> η [[λεία]], ομαλή υδάτινη [[επιφάνεια]] («ήλαψε στού ποταμού την [[πλάτη]] μια [[φωτιά]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[είδος]] υφάλου που καλύπτεται από γλοιώδη [[χλωρίδα]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάνω]] πλάτες» — [[καλύπτω]] ή [[βοηθώ]] κάποιον προκειμένου να διαπράξει μια [[συνήθως]] κακή ή απαγορευμένη [[πράξη]]<br />β) «έχει γερές πλάτες» — έχει ισχυρούς προστάτες, ισχυρά [[μέσα]]<br />γ) «μού γύρισε τις πλάτες» — μού έστρεψε τα [[νώτα]] προσβλητικά, μέ περιφρόνησε<br />δ) «σήκωσε τις πλάτες» — λέγεται για να δηλώσει τη χαρακτηριστική [[κίνηση]] που κάνει [[κάποιος]] που προσποιείται τον ανήξερο<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «χερσαία [[πλάτη]]» — [[είδος]] καθαριστικού λικμού ή ποιμενική [[ράβδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το πλατύ και επίπεδο [[μέρος]] ενός αντικειμένου και [[ιδίως]] η πλατιά και [[λεία]] [[επιφάνεια]] του κουπιού<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> i) το [[κουπί]]<br />ii) το [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> η [[ουρά]] ή και τα πόδια μερικών οστρακόδερμων<br /><b>4.</b> η μεμβράνη που συνδέει τα δάχτυλα τών ποδιών ορισμένων πτηνών<br /><b>5.</b> [[φύλλο]] παπύρου<br /><b>6.</b> [[φράκτης]] από πασσάλους<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πλάται</i><br />οι πλατιές πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του επιθ. [[πλατύς]] και συνδέεται με αντίστοιχους τ. άλλων γλωσσών (<b>πρβλ.</b> ιρλ. <i>leithe</i> «[[ωμοπλάτη]]», αρχ. σλαβ. <i>plešte</i> «ώμος, [[ωμοπλάτη]]», χεττιτ. <i>paltana</i> «[[ωμοπλάτη]]»). Για το [[ζεύγος]] [[πλάτη]]: [[πλάτος]], <b>πρβλ.</b> [[βλάβη]]: [[βλάβος]].
}}
}}