Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλαστός: Difference between revisions

From LSJ
1,948 bytes added ,  29 September 2017
32
(T22)
(32)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πλαστη, πλαστον ([[πλάσσω]]);<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], moulded, formed, as from [[clay]], [[wax]], [[stone]] ([[Hesiod]], [[Plato]], [[Aristotle]], [[Plutarch]], others).<br /><b class="num">2.</b> tropically, [[feigned]]: [[Herodotus]] 1,68), [[Euripides]], [[Xenophon]], Lucian, others).
|txtha=πλαστη, πλαστον ([[πλάσσω]]);<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], moulded, formed, as from [[clay]], [[wax]], [[stone]] ([[Hesiod]], [[Plato]], [[Aristotle]], [[Plutarch]], others).<br /><b class="num">2.</b> tropically, [[feigned]]: [[Herodotus]] 1,68), [[Euripides]], [[Xenophon]], Lucian, others).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πλαστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πλάσσω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλαστεί, κατασκευαστεί από εύπλαστη ύλη, [[ιδίως]] από πηλό ή [[κερί]]<br /><b>2.</b> αυτός που πλάστηκε ως [[απομίμηση]] του γνησίου, [[ψευδής]], [[ψεύτικος]], [[κίβδηλος]] (α. «πλαστό [[έγγραφο]]» β. «οὐ πλαστὴν τὴν φιλίαν παρείχοντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επινοήθηκε από τη [[φαντασία]], [[ανύπαρκτος]], [[φανταστικός]] (α. «[[πλαστή]] [[ιστορία]]» β. «πλαστὸν [[ἐπιχείρημα]]», Ερμογ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πλασματικός]], [[τεχνητός]], φτιαχτός, φτιαγμένος<br /><b>2.</b> [[επίπλαστος]], [[προσποιητός]], [[επιτηδευμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να πλάσει [[κανείς]] με [[ευκολία]], [[εύπλαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνή [[μάζα]]<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να πλησιάσει εύκολα, ο [[ευπρόσιτος]]<br /><b>4.</b> (για [[τέκνο]]) [[νόθος]] («καλεῑ παρ' οἴνῳ, πλαστὸς ὡς [[εἴην]] πατρί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλαστώς</i> / <i>πλαστῶς</i> ΝΜΑ, και <i>πλαστά</i> Ν<br /><b>1.</b> με τρόπο πλαστό, ψεύτικο («οἱ μὴ πλαστῶς ἀλλ' [[ὄντως]] φιλόσοφοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> με επίπλαστο τρόπο, προσποιητά («πλαστῶς ὀδυρόμενα», Φιλόδ.).
}}
}}