Anonymous

πλατύστομος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰτύστομος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺ [[στόμα]], ἐπὶ ἀγγείων, Γεωπ. 9. 24, 1.
|lstext='''πλᾰτύστομος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺ [[στόμα]], ἐπὶ ἀγγείων, Γεωπ. 9. 24, 1.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πλατύστομος]], -ον, ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] για αγγεία) αυτός που έχει πλατύ [[στόμα]], ευρύ [[στόμιο]] («πλατύστομον ἀγγεῑον», Γεωπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μιλάει χρησιμοποιώντας πομπώδεις εκφράσεις, που λέει παχιά, μεγάλα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[στόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]])].
}}
}}