3,254,072
edits
(6_17) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰτύκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺν καρπόν, Διοσκ. 3. 161. | |lstext='''πλᾰτύκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺν καρπόν, Διοσκ. 3. 161. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει πλατιούς καρπούς («φύλλα ἔχει πλατυκάρπῳ πράσσῳ ὅμοια», <b>Διοσκ.</b>). | |||
}} | }} |