Anonymous

πλατύκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
32
(6_17)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλᾰτύκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺν καρπόν, Διοσκ. 3. 161.
|lstext='''πλᾰτύκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων πλατὺν καρπόν, Διοσκ. 3. 161.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει πλατιούς καρπούς («φύλλα ἔχει πλατυκάρπῳ πράσσῳ ὅμοια», <b>Διοσκ.</b>).
}}
}}