Anonymous

πλημμυρίζω: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_2)
(33)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλημμυρίζω''': [[πλημμυρέω]], Γλωσσ.
|lstext='''πλημμυρίζω''': [[πλημμυρέω]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=Ν [[πλημμυρίς]]<br /><b>1.</b> (για ποταμό) ανεβαίνει η [[στάθμη]] μου και [[βγαίνω]] από την [[κοίτη]] μου, [[ξεχειλίζω]] («πλημμύρισε ο [[Σπερχειός]]»)<br /><b>2.</b> (για χώρο, [[τόπο]], [[περιοχή]]) κατακλύζομαι από [[νερό]] (α. «πλημμύρισαν τα υπόγεια» β. «πλημμύρισε η [[πεδιάδα]]»)<br /><b>3.</b> [[κατακλύζω]], [[κάνω]] να σκεπαστεί με [[νερό]] («ο [[ποταμός]] πλημμύρισε την [[κοιλάδα]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> α) [[γεμίζω]] με [[κάτι]] έναν χώρο (α. «πλημμύρισαν τον τάφο της με λουλούδια» β. «από φως μεσημερνό η [[νύχτα]] πλημμυρίζει», <b>Σολωμ.</b>).
}}
}}