Anonymous

πλινθουλκός: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_14)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλινθουλκός''': ὁ, ([[ἕλκω]]) ὁ ἕλκων, κόπτων πλίνθους, [[πλινθουργός]], [[Πολυδ]]. Ζϳ, 163· -ουλκέω, [[αὐτόθι]].
|lstext='''πλινθουλκός''': ὁ, ([[ἕλκω]]) ὁ ἕλκων, κόπτων πλίνθους, [[πλινθουργός]], [[Πολυδ]]. Ζϳ, 163· -ουλκέω, [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, [[πλινθοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλίνθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλκός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕλκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>ουλκός</i>, <i>ξιφ</i>-<i>ουλκός</i>].
}}
}}