Anonymous

πλοιαρίδιον: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_22)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλοιαρίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πλοῖον]], [[πλοιάριον]], Ψευδοκαλλισθ. Αϳ, 3, ἐν σημειώσει ὡς διάφ. γραφ. τοῦ [[πλοῖον]], Γϳ, 17.
|lstext='''πλοιαρίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πλοῖον]], [[πλοιάριον]], Ψευδοκαλλισθ. Αϳ, 3, ἐν σημειώσει ὡς διάφ. γραφ. τοῦ [[πλοῖον]], Γϳ, 17.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[πλοιάριον]]<br />μικρό [[πλοιάριο]].
}}
}}