Anonymous

πληρούντως: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πληρούντως''': ἐπίρρ., ἐντελῶς, ἀκριβῶς, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 94.
|lstext='''πληρούντως''': ἐπίρρ., ἐντελῶς, ἀκριβῶς, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 94.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> εντελώς, καθ' ολοκληρίαν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πληρῶν</i>, -<i>οῦντος</i>, μτχ. του <i>πληρῶ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
}}