Anonymous

πόδαυρος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_15)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πόδαυρος''': -ον, ([[αὔρα]]) «ποδαύρου· ἐρρωμένου τοὺς πόδας» Ἡσύχ., πρβλ. [[ποδήνεμος]], τοῖς ποσὶ [[ταχύς]], ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 260.
|lstext='''πόδαυρος''': -ον, ([[αὔρα]]) «ποδαύρου· ἐρρωμένου τοὺς πόδας» Ἡσύχ., πρβλ. [[ποδήνεμος]], τοῖς ποσὶ [[ταχύς]], ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 260.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[δυνατός]], γρήγορος στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[αὔρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐν</i>-<i>αυρος</i>)].
}}
}}