3,258,391
edits
(6_15) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλουτισμός''': ὁ, τὸ πλουτίζειν ἢ πλουτίζεσθαι, Εὐστ. 740. 42, κτλ. | |lstext='''πλουτισμός''': ὁ, τὸ πλουτίζειν ἢ πλουτίζεσθαι, Εὐστ. 740. 42, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, Ν Μ [[πλουτίζω]]<br /><b>1.</b> η [[απόκτηση]] πολλών υλικών αγαθών, η [[απόκτηση]] υλικού πλούτου, [[θησαύρισμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απόκτηση]] μεγάλων πνευματικών αγαθών ή ηθικών ωφελημάτων («[[πλουτισμός]] σε γνώσεις και σε [[πείρα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[αδικαιολόγητος]] [[πλουτισμός]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[επαύξηση]] της περιουσίας ενός προσώπου εις [[βάρος]] άλλου [[χωρίς]] να υπάρχει νόμιμη [[αιτία]] για αυτό, το περιουσιακό όφελος που αποκτά [[κανείς]] από την [[περιουσία]] άλλου με [[ζημία]] άλλου. | |||
}} | }} |