Anonymous

πλουτισμός: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_15)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλουτισμός''': ὁ, τὸ πλουτίζειν ἢ πλουτίζεσθαι, Εὐστ. 740. 42, κτλ.
|lstext='''πλουτισμός''': ὁ, τὸ πλουτίζειν ἢ πλουτίζεσθαι, Εὐστ. 740. 42, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, Ν Μ [[πλουτίζω]]<br /><b>1.</b> η [[απόκτηση]] πολλών υλικών αγαθών, η [[απόκτηση]] υλικού πλούτου, [[θησαύρισμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απόκτηση]] μεγάλων πνευματικών αγαθών ή ηθικών ωφελημάτων («[[πλουτισμός]] σε γνώσεις και σε [[πείρα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[αδικαιολόγητος]] [[πλουτισμός]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[επαύξηση]] της περιουσίας ενός προσώπου εις [[βάρος]] άλλου [[χωρίς]] να υπάρχει νόμιμη [[αιτία]] για αυτό, το περιουσιακό όφελος που αποκτά [[κανείς]] από την [[περιουσία]] άλλου με [[ζημία]] άλλου.
}}
}}