Anonymous

ποθητός: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />désiré <i>ou</i> désirable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ποθέω]].
|btext=ή, όν :<br />désiré <i>ou</i> désirable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ποθέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποθητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποθώ]]<br />ο ποθούμενος, ο [[επιθυμητός]] (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.<br />β. «για την ποθητήν [[Ελλάδα]]», <b>Σολωμ.</b><br />γ. «ποθητὸν πρᾱγμα», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαπητός]] («το ποθητό μου [[ταίρι]]»)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> <i>ο [[αγαπημένος]] («εγώ [[είμαι]], [[κόρη]], ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. [[τραγούδι]]).
}}
}}