Anonymous

ποιμενικός: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de berger, pastoral ; ἡ ποιμενική ([[τέχνη]]) PLAT l’art de faire paître les troupeaux.<br />'''Étymologie:''' [[ποιμήν]].
|btext=ή, όν :<br />de berger, pastoral ; ἡ ποιμενική ([[τέχνη]]) PLAT l’art de faire paître les troupeaux.<br />'''Étymologie:''' [[ποιμήν]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ποιμενικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ποιμήν]], -[[μένος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, στον βοσκό, ο [[βουκολικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ποιμενικό</i><br />α) η βουκολική [[ποίηση]]<br />β) <b>μουσ.</b> [[σύνθεση]] με την οποία επιζητείται η [[μίμηση]] της μουσικής τών ποιμένων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιμενική [[ποίηση]]» — ποιητικό [[είδος]] που αντλεί τα θέματά του από τη ζωή και τον συναισθηματικό βίο τών βουκόλων, με [[κορυφαίο]] εκπρόσωπὀ του τον Σικελό ποιητή Θεόκριτο και το οποίο εμφανίστηκε στα [[μέσα]] του 3ου π.Χ. αιώνα ως [[αντίδραση]] τόσο [[εναντίον]] της αστικής ζωής τών μεγάλων [[πόλεων]] όσο και [[εναντίον]] της καταπιεσμένης ζωής του ατόμου [[αλλά]] και ως μία [[προσπάθεια]] δημιουργίας κάποιων διεξόδων με την [[προβολή]] ως ιδανικού την [[επιστροφή]] στην [[αγαθότητα]] και [[πληρότητα]] της μητέρας φύσης, αλλ. η βουκολική [[ποίηση]]<br />β) «ποιμενική [[ράβδος]]» — η [[γκλίτσα]]<br />γ) «[[ποιμενικός]] [[κύων]]» — [[οικοδίαιτος]] [[σκύλος]] ρωμαλέας κατασκευής, [[δασύτριχος]] και [[μαχητικός]], με μεγάλο [[κεφάλι]], [[μακριά]] [[ουρά]] και ανυψωμένα αφτιά, [[κατάλληλος]] για τη [[φύλαξη]] τών ποιμνίων, τσοπανόσκυλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ποιμενική</i><br />η [[τέχνη]] του ποιμένα, του βουκόλου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποιμενικώς</i> / <i>ποιμενικῶς</i> ΝΜ<br />όπως οι ποιμένες.
}}
}}