3,274,216
edits
(strοng) |
(33) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from the [[base]] of [[ποῦ]] and [[οἷος]]; individualizing interrogative (of [[character]]) [[what]] [[sort]] of, or (of [[number]]) [[which]] [[one]]: [[what]] ([[manner]] of), [[which]]. | |strgr=from the [[base]] of [[ποῦ]] and [[οἷος]]; individualizing interrogative (of [[character]]) [[what]] [[sort]] of, or (of [[number]]) [[which]] [[one]]: [[what]] ([[manner]] of), [[which]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ποια, ποιο / ποῑος, [[ποία]], ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. [[κοῖος]], -η, -ον, Α<br />(ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την [[απάντηση]] να δηλωθεί: 1. η [[ταυτότητα]] προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «[[ποιος]] ρώτησε;, — Εγώ» β. «[[ποιος]] είδε πράσινο [[δεντρί]], να'χει γεράνια φύλλα;» — δημ. [[τραγούδι]]<br />γ. «ἐκ [[ποίας]] πόλεως σὺ εἶ;», ΠΔ<br />δ. «ἀπὸ ποίου ἔτους», πάπ.)<br /><b>2.</b> ένα από δύο ή περισσότερα άτομα, [[πότερος]] («[[ποιος]] ήρθε [[πρώτος]] στον διαγωνισμό;»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> α) «[[ποιος]] ξέρει» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[κάτι]] [[είναι]] αβέβαιο<br />β) «[[ποιος]] τον πιάνει [[τώρα]];» — λέγεται για κάποιον που απροσδόκητα και αιφνιδίως ευνοήθηκε από την [[τύχη]], τα γεγονότα ή τις περιστάσεις ή και προκειμένου να δηλώσει [[άτομο]] περήφανο<br />γ) «[[ποιος]] [[στραβός]] δεν θέλει το φως του» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει αυτό που επιθυμεί ή εύχεται [[κανείς]] να είχε ή να έχει<br />δ) «[[ποιος]] να (μου) το έλεγε!» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει: i) απροσδόκητο [[ατύχημα]]<br />ii) ανέλπιστη [[χαρά]] ή [[ευτυχία]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[άλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />χρησιμοποιείται: 1. (σε κύριες ή σε δευτερεύουσες προτάσεις, προκειμένου να δηλώσει την [[ποιότητα]] προσώπου ή πράγματος και, [[συχνά]] στον Όμηρο, για να δηλώσει, συγχρόνως, την [[έκπληξη]] ή την [[οργή]]) τί [[λογής]] (α. ποῑόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «σὸν [[πατέρα]] διδάξω ποῑα χρὴ λέγειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (συν. σε διάλογους) τίθεται με [[λέξη]] την οποία έχει ήδη χρησιμοποιήσει ο [[πρώτος]] [[ομιλητής]] προκειμένου να δηλώσει [[έκπληξη]] και [[περιφρόνηση]] (-«Πρωτέως τάδ' ἐστὶ μέλαθρα»<br />— «ποίου Πρωτέως;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (σε ερωτήσεις) α) με ή, [[σπανίως]] [[χωρίς]] το άρθρ. όταν από την [[ερώτηση]] εννοείται όνομα το οποίο ορίζεται από το [[άρθρο]] ή από τα συμφραζόμενα, το γλωσσικό [[περιβάλλον]] (-«λέγεις δὲ... τὴν ποίαν κατάστασιν ὀλιγαρχίαν; - «τὴν ἀπὸ τιμημάτων πολιτείαν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) με την αόρ. αντων. <i>τις</i> προκειμένου να προσδώσει [[αοριστία]] στην [[ερώτηση]] («κοῑόν μέ τινα νομίζουσι Πέρσαι [[εἶναι]] ἄνδρα;», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) από πού, από ποιο [[μέρος]], από ποια [[πατρίδα]], [[ποδαπός]] (- «ποῑος οὑτοσὶ [ὁ] Τιμόθεος; — Μιλήσιός τις», Φερεκρ.)<br />δ) (με το αρνητ. [[μόριο]] <i>οὐ</i> ισοδυναμεί με ισχυρή [[κατάφαση]]) ο [[καθένας]], [[έκαστος]] («βοῆς δὲ τῆς σῆς ποῑος οὐκ ἔσται [[λιμήν]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η δοτ. του θηλ. ως επίρρ.) <i>ποίᾳ</i> και [[κοίῃ]]<br />(με τροπ. σημ.) με ποιο τρόπο, πώς («ποίᾳ γὰρ [[ἄλλῃ]] χρή πέτεσθαι τοὺς θεούς», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποίως</i> Α<br />(με ερωτ. σημ.)<br /><b>1.</b> τί [[λογής]]<br /><b>2.</b> με ποιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ερωτηματική αντων. [[ποῖος]], <i>ποῖα</i>, <i>ποῖον</i> έχει σχηματιστεί από το [[θέμα]] <i>πο</i>- τών ερωτηματικών και αόριστων αντωνυμιών (<b>βλ. λ.</b> <i>πο</i>-) με [[επίθημα]] -<i>οιος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[οἷος]], [[τοῖος]])]. | |||
}} | }} |