3,276,932
edits
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> siège d’une ville, investissement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> obsession, tourment.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[ἕρκος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> siège d’une ville, investissement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> obsession, tourment.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[ἕρκος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιορκίη, Α [[πολιορκώ]]<br /><b>1.</b> ο [[αποκλεισμός]] μιας οχυρωμένης θέσης από πολεμικές δυνάμεις με σκοπό την κατάληψή της<br /><b>2.</b> φορτική [[ενόχληση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνωστισμός]] πλήθους [[γύρω]] από έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατάσταση]] πολιορκίας» — [[κατάσταση]] εξαιρετικού κινδύνου της εδαφικής ακεραιότητας, της εθνικής ασφάλειας ή του πολιτεύματος, λόγω της οποίας αναστέλλονται, βάσει του Συντάγματος, οι θεμελιώδεις [[περί]] ατομικών δικαιωμάτων και [[περί]] τακτικών δικαστηρίων συνταγματικές διατάξεις<br />β) «ερωτική [[πολιορκία]]» — [[διαρκής]] [[παρακολούθηση]] και [[ενόχληση]] προσώπου από κάποιον, που επιθυμεί να δημιουργήσει [[μαζί]] του ερωτικές σχέσεις. | |||
}} | }} |