Anonymous

πολυάλφιτος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυάλφῐτος''': -ον, ὁ πολλὰ ἄλφιτα παράγων, κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2.
|lstext='''πολυάλφῐτος''': -ον, ὁ πολλὰ ἄλφιτα παράγων, κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2.
}}
{{grml
|mltxt=ον, Α<br />αυτός που παράγει [[πολλά]] [[άλφιτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄλφιτον]] «ξεφλουδισμένο, χονδροαλεσμένο [[κριθάρι]], [[αλεύρι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>λευκ</i>-<i>άλφιτος</i>)].
}}
}}