3,277,055
edits
(6_18) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυβόητος''': -ον, ὁ περὶ οὗ πολὺν [[λόγος]] ἐγένετο, [[περιβόητος]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 532· ὁ πολὺ ἠχῶν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀλκ. 918. | |lstext='''πολυβόητος''': -ον, ὁ περὶ οὗ πολὺν [[λόγος]] ἐγένετο, [[περιβόητος]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 532· ὁ πολὺ ἠχῶν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀλκ. 918. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>για πρόσ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[γύρω]] από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, [[περιβόητος]]<br /><b>2.</b> πολύ [[ηχηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βοητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>βόητος</i>]. | |||
}} | }} |