Anonymous

πολυγλώχιν: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_12)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυγλώχῑν''': ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς γλωχῖνας, πολυγλώχινι σιδήρῳ, «πολυγώνῳ» (Σχόλ.), Διον ΙΙ. 476, Ἀππ. Ἐμ. φύλ. 5. 82· ― ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 36 χρῆται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν κλάδων τῶν κεράτων ἐλάφου.
|lstext='''πολυγλώχῑν''': ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς γλωχῖνας, πολυγλώχινι σιδήρῳ, «πολυγώνῳ» (Σχόλ.), Διον ΙΙ. 476, Ἀππ. Ἐμ. φύλ. 5. 82· ― ὁ Νίκ. ἐν Θηρ. 36 χρῆται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν κλάδων τῶν κεράτων ἐλάφου.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ακιδώδης]], [[αιχμηρός]] («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», <b>Αππ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («[[πολυγλώχιν]] ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γλωχίν]] «[[αιχμή]], [[μύτη]]» (<b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>γλώχιν</i>)].
}}
}}