Anonymous

πολυδιάφθορος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυδιάφθορος''': -ον, ὁ πολλὴν ἐπιφέρων καταστροφήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 171.
|lstext='''πολυδιάφθορος''': -ον, ὁ πολλὴν ἐπιφέρων καταστροφήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 171.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />πολύ [[καταστρεπτικός]], πολύ [[φθοροποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>διάφθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαφθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>διάφθορος</i>].
}}
}}