Anonymous

πολύβοσκος: Difference between revisions

From LSJ
33
(SL_2)
(33)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πολῠβοσκος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[productive]] πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις (O. 7.63)
|sltr=<b>πολῠβοσκος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[productive]] πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις (O. 7.63)
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει πολλή [[βοσκή]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[βοσκή]] σε πολλούς<br /><b>3.</b> αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («[[πολύβοσκος]] [[γαῖα]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοσκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βοσκός]]), <b>πρβλ.</b> <i>κραιπαλό</i>-<i>βοσκος</i>].
}}
}}