Anonymous

πολυάνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en hommes, très populeux;<br /><b>2</b> très fréquenté;<br /><i>Sp.</i> πολυανθρωπότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἄνθρωπος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en hommes, très populeux;<br /><b>2</b> très fréquenté;<br /><i>Sp.</i> πολυανθρωπότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἄνθρωπος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυάνθρωπος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πυκνοκατοικημένος («πολυάνθρωπες πόλεις»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς ανθρώπους («πολυάνθρωπη [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολυάνθρωπο</i><br />το να αποτελείται [[κάτι]] από πολλούς ανθρώπους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο συχνάζουν πολλοί άνθρωποι («τὴν πολυανθρωποτάτην τῶν Ἑλληνικών πανηγύρεων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[μεγάλος]] σε αριθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄνθρωπος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αγρι</i>-[[άνθρωπος]], <i>ολιγ</i>-[[άνθρωπος]]). Το ουδ. <i>πολυάνθρωπον</i> έλαβε τη σημ. τών αφηρημένων ουσιαστικών (<b>πρβλ.</b>τὸ [[ευδιακριτόθετον]])].
}}
}}