Anonymous

πολύκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
33
(SL_2)
(33)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πολῠκαρπος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fruitful]] νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.7)
|sltr=<b>πολῠκαρπος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[fruitful]] νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.7)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκαρπος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[φυτό]] ή [[τόπο]]) αυτός που φέρει άφθονους καρπούς, [[εύκαρπος]], [[εύφορος]] (α. «πολύκαρπο [[χωράφι]]» β. «[[τόθι]] νιν πολυμήλου και πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονός», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[καρπερός]], [[γόνιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύκαρπον</i><br />το [[φυτό]] [[οποπάναξ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για θεό) αυτός που παρέχει άφθονους καρπούς<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύκαρπον</i><br />[[είδος]] φυτού του γένους [[πολύγονο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (Ι) (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>καρπος</i>)].
}}
}}