Anonymous

πολυέλαιος: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit beaucoup d’huile.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἔλαιον]].
|btext=ος, ον :<br />qui produit beaucoup d’huile.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἔλαιον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυέλαιος]], -ον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. [[πολυέλεος]], -η, -ο, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πολυέλαιος]]<br />α) πολυτελές πολύφωτο το οποίο αναρτάται στην [[οροφή]] αιθουσών ιδιωτικών ή δημόσιων χώρων<br />θ) <b>(λειτ.)</b> πολύφωτο ([[πολυκάνδηλο]], ή [[πολυκήριο]]) αναρτώμενο στο [[κέντρο]] και σε άλλα [[σημεία]] τών ορθόδοξων ναών για φωτισμό του εσωτερικού τους και ως [[ένδειξη]] [[τιμής]] και ευλάβειας [[προς]] τις ιερές τελετές ή και ως [[σύμβολο]] τών αστέρων του ουρανού, τον οποίο συμβολίζει η [[οροφή]] του ναού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σιγά]] τον πολυέλαιο» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι ένα [[πρόσωπο]] ή ένα [[πράγμα]] [[είναι]] ασήμαντο, ανάξιο λόγου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που παράγει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] λαδιού, πολύ [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[έλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔλαιον]]). Ο τ. [[πολυέλαιος]], <i>ο</i>, με αρχική [[σημασία]] «πολυκάντηλο» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το σύγχρονο, πολυτελές πολύφωτο. Η γρφ. [[πολυέλεος]] οφείλεται σε εσφαλμένο συσχετισμό της λέξης με το [[πολυέλεος]] (<i>ύμνος</i>), [[επειδή]] οι ύμνοι αυτοί ψάλλονται με αναμμένους τους πολυελαίους του ναού].
}}
}}