Anonymous

πολύκενος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύκενος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ κενά, χάσματα, Ἀριστ. Προβλ. 25. 22, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 89, Πλούτ. 2. 721C.
|lstext='''πολύκενος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ κενά, χάσματα, Ἀριστ. Προβλ. 25. 22, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 89, Πλούτ. 2. 721C.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] κενά<br /><b>2.</b> [[πορώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κενός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ημί</i>-<i>κενος</i>)].
}}
}}