Anonymous

πολύκλαδος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύκλᾰδος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 1· οὕτω, πολυκλαδής, ές, [[αὐτόθι]] 1. 5. 1.
|lstext='''πολύκλᾰδος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κλάδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 1· οὕτω, πολυκλαδής, ές, [[αὐτόθι]] 1. 5. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύκλαδος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] κλαδιά, [[πολλά]] κλωνάρια («πολύκλαδο δέντρον»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει πολλούς κλάδους, πολλούς τομείς (α. «πολύκλαδη [[επιχείρηση]]» β. «πολύκλαδη [[επιστήμη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κλάδος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλάδος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>κλαδος</i>].
}}
}}