Anonymous

πολύγαμος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύγᾰμος''': -ον, ὁ [[πολλάκις]] εἰς γάμον ἐλθών, ἢ ἔχων πολλὰς γυναῖκας, ζῶν ἐν πολυγαμίᾳ, [[Πολυδ]]. Γ΄, 48· ― πολυγᾰμέω, ζῶ ἐν πολυγαμίᾳ, ἔχω πολλὰς γυναῖκας, Ἐκκλ.
|lstext='''πολύγᾰμος''': -ον, ὁ [[πολλάκις]] εἰς γάμον ἐλθών, ἢ ἔχων πολλὰς γυναῖκας, ζῶν ἐν πολυγαμίᾳ, [[Πολυδ]]. Γ΄, 48· ― πολυγᾰμέω, ζῶ ἐν πολυγαμίᾳ, ἔχω πολλὰς γυναῖκας, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />/ [[πολύγαμος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγχρόνως πολλές συζύγους<br /><b>2.</b> (για άνδρα) παντρεμένος πολλές φορές<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]])<br /><b>1.</b> αυτή που έχει συγχρόνως πολλούς συζύγους<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) παντρεμένη πολλές φορές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πολύγαμο [[φυτό]]» — [[φυτό]] του οποίου ένα [[άτομο]] φέρει τόσο ερμαφρόδιτα όσο και μονογενή [[άνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>γαμος</i>). Η λ., ως [[επιστημονικός]] όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polygamous</i>].
}}
}}