Anonymous

πολυπλάνητος: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui erre de tous côtés;<br /><b>2</b> qui tombe de tous côtés <i>en parl. de coups</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], πλανάομαι.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui erre de tous côtés;<br /><b>2</b> qui tombe de tous côtés <i>en parl. de coups</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], πλανάομαι.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυπλάνητος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πολυπλανεμένος]], αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε [[πολλά]] μέρη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χτυπήματα) [[εκείνος]] που δίνεται [[προς]] [[κάθε]] [[κατεύθυνση]] («ἀπριγδόπληκτα πολυπλάνητ' [[ἄδην]] [[ἰδεῖν]] ἐπασσυτετριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυπλάνητον</i><br />η [[αστάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλανητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ποντο</i>-<i>πλάνητος</i>].
}}
}}