Anonymous

πολυκύμαντος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_23)
(33)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠκύμαντος''': καὶ -κύμᾰτος, ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων σαλευόμενος, Ἄννα Κομν. σ. 445Α, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκύμονος.
|lstext='''πολῠκύμαντος''': καὶ -κύμᾰτος, ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων σαλευόμενος, Ἄννα Κομν. σ. 445Α, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκύμονος.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυκύμαντος]], -ον, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πολυτάραχος]], [[περιπετειώδης]] (α. «πολυκύμαντη [[σταδιοδρομία]]», β. «[[πολυκύμαντος]] [[βίος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κυματίζει πολύ, που έχει [[πολλά]] κύματα («[[πολυκύμαντος]] [[θάλασσα]]», Άννα Κομν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κύμαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κυμαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>κύμαντος</i>, <i>ευ</i>-<i>κύμαντος</i>].
}}
}}